Η αίθουσα τέχνης Τεχνοχώρος ταξιδεύει στο Μιλάνο και συμμετέχει στην Affordable art fair Milan 2018. Από τις 25 μέχρι και τις 28 Ιανουαρίου, με τρεις εξαιρετικούς καλλιτέχνες, τον Βασίλη Καρακατσάνη, τον Νικόλα Αντωνίου και την Χριστίνα Τζάνη, συντίθεται ένα πολύχρωμο περίπτερο με αρίθμηση L7 και με έργα οικονομικά που αντιστοιχούν και ταιριάζουν απόλυτα στο όνομα της έκθεσης: «affordable».
Μετά από 25 χρόνια, ο Βασίλης Καρακατσάνης επανήλθε με ένα θέμα που τον έχει απασχολήσει στο παρελθόν, αλλά με άλλο κίνητρο. Η εικαστική του προσέγγιση σήμερα δεν είναι τίποτε άλλο, από την «οριζόντια διατομή», των περισσότερων προσεγγίσεών του, όλα τα χρόνια της δουλειάς του, με «κλειδί» τελικά το ύφασμα, υλικό που κυριάρχησε στη ζωγραφική του προσπάθεια, τόσο σαν στοιχείο του περιβάλλοντα χώρου, αλλά και με σαφέστατη βιωματική σχέση.
Mέσα από τα έργα του Καρακατσάνη ξετυλίγεται η ιστορία της «ιδιόρρυθμης» οικογένειας Abd Al Aziz, που με έδρα τη Βηρυτό και με δραστηριότητα σε διάφορες πόλεις, ειδικά της Μεσογείου, εμπορεύεται «μαγικά» χαλιά, σε ανθρώπους που έχουν το κουράγιο να ταξιδέψουν μαζί τους, ζώντας την ψευδαίσθηση ή την πραγματικότητα. Τα μέλη της οικογένειας είναι διασκορπισμένα σε διαφορετικές πόλεις, κρατώντας έτσι την αυτοτέλεια της προσωπικής τους ζωής, επηρεάζοντας τους αγοραστές ο καθένας, με τη δυναμική του ή χρησιμοποιώντας άλλους τρόπους, σαγήνης ή μαγείας. Τα κέρδη τα διαχειρίζεται ισόποσα για όλα τα μέλη της οικογένειας, εταιρεία με έδρα τη Γενεύη.
Σύμφωνα με τον Νικόλα Αντωνίου, η κβαντική φυσική υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει μία ενιαία αντικειμενική πραγματικότητα αλλά υπάρχουν πολλές μορφές πραγματικότητας γιατί ακριβώς εξαρτάται από το πώς ο καθένας μετράει και αντιλαμβάνεται «την πραγματικότητα». Επομένως, αυτό που ο καθένας μας ονομάζει πραγματικότητα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια «εικόνα» που δημιουργούμε ανάλογα με τη φυσιολογία μας… με αυτό που είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε αλλά και με αυτό που επιλέγουμε να αντιληφθούμε.
Με βάση αυτή τη λογική και με μια ρομαντική αντιμετώπιση του θέματος, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο εγκέφαλος κάθε ανθρώπου δημιουργεί ασταμάτητα. Χρησιμοποιώντας τα εργαλεία που διαθέτει, δηλαδή τις αισθήσεις του, συνδυάζει στοιχεία και ενέργειες, και παράγει «εικόνες». «Εικόνες» που ονομάζει «πραγματικότητα».
Το ενδιαφέρον είναι ότι παρόλο που γνωρίζουμε τη σχέση «εικόνα-πραγματικότητα» δεν είμαστε σε θέση να το αντιληφθούμε πόσο μάλλον να το ελέγξουμε. Αυτό που η κβαντική φυσική υποστηρίζει, δίνει στον άνθρωπο νέα προοπτική. Του αποδεικνύει ότι μπορεί και είναι ελεύθερος να αποφασίσει ο ίδιος πώς θέλει να βλέπει τα πράγματα γύρω του και ότι μπορεί να επιλέξει τη δική του «πραγματικότητα» και στον υλικό αλλά και στον ψυχικό του κόσμο. Μπορούμε, με άλλα λόγια, να παρέμβουμε στη φύση του αντικειμένου που βλέπουμε αλλά και στον ίδιο τον εαυτό μας, απλά παρατηρώντας και μετρώντας διαφορετικά.
Λόγω του κοινωνικού αλλά και του πολιτιστικού τρόπου μόρφωσής μας, έχουμε συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα με συγκεκριμένη λογική. Χρησιμοποιούμε συνεχώς την ίδια, μονότονη μέθοδο παρατήρησης, που μας περιορίζει και μας φυλακίζει. Μας υποχρεώνει να τρέχουμε με μανία, θυσιάζοντας τα πάντα για την κατάκτηση μιας πραγματικότητας που δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια «εικόνα».
Με αυτόν τον τρόπο, ο άνθρωπος απομονώνεται, δίνει δύναμη στο εγώ του, μοιάζει να αιωρείται αβοήθητος, να κάνει κύκλους μέσα στον ίδιο τον εαυτό του, βυθισμένος και ζαλισμένος μέσα στον υλικό κόσμο που πιστεύει ότι τον καταπλήσσει.
Όπως αναφέρει η Χριστίνα Τζάνη, η απόκλιση από κάποια αρχική πορεία της διαδικασίας σύλληψης και η τραυματική απόκλιση των χαρακτηριστικών της βασικής μορφής συχνά προκύπτουν από την αποπλάνηση του υλικού. Σύμφωνα με τον Jean Baudrillard, η γοητεία είναι ισοδύναμη με την κατάργηση της παράστασης, την απόσταση μεταξύ της πραγματικότητας της εικόνας. Το μελάνι ως πρόσχημα, γεφυρώνει την απρόβλεπτη τύχη της απόστασης μεταξύ της πραγματικότητας και των εγκαταλειμμένων αβέβαιων συνθηκών όπου το αποτέλεσμα λειτουργεί ως πρόκληση. Η γοητεία είναι πάντα η γοητεία του κακού και φροντίζει να καταστρέψει την τάξη. Το υλικό είναι μετουσιωμένο και η σύμπτωση με το συνειδητό διατηρεί τη μορφή του στο χώρο, που είναι αδεσμοποίητη από τη νατουραλιστική αντίληψη της αναπαραστατικής τέχνης. Η ερυθρότητα των χεριών αποκαλύπτει έντονα την ευαισθησία των νέων πρωταγωνιστών και απομυθοποιεί τη διαχείριση της οπτικής παράστασης σε σχέση με την ερμηνεία του θεατή. Το έργο βρίσκεται στο σύνορο μεταξύ του απροσδόκητου και του προβλέψιμου.
Λίγα λόγια για τους καλλιτέχνες:
Ο Βασίλης Καρακατσάνης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957 όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε ζωγραφική στις Ανωτάτες Σχολές Καλών Τεχνών της Αθήνας και της Βαρκελώνης και συντήρηση αρχιτεκτονικών μνημείων στο Centro Europeo της Βενετίας, με υποτροφίες του ΙΚΥ, της Ισπανικής κυβέρνησης και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Έχει πραγματοποιήσει ατομικές εκθέσεις από το 1982 έως σήμερα στην Ελλάδα, την Κύπρο, την Ισπανία, την Ιταλία, την Ινδονησία, τον Ισημερινό, την Τουρκία, τη Δανία και τη Γερμανία παρουσιάζοντας το προσωπικό του εικαστικό λεξιλόγιο, αντλώντας θεματικές ενότητες κυρίως από βιωματικές εμπειρίες και από την παρατήρηση του οικείου κόσμου που τον περιβάλλει. Οργανώνει συχνά τις συνθέσεις του με θεατρική αντίληψη και ανάγει το καθημερινό αντικείμενο σε δομικό στοιχείο των έργων του. Χρησιμοποιεί καθαρή και πλούσια χρωματική κλίμακα με ζωηρές χρωματικές αντιθέσεις, μεταπλάθοντας με εικαστικές παρεμβάσεις αυτούσια στοιχεία του υπαρκτού και βιωματικού του χώρου και διερευνώντας με ευαισθησία τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης.
Ο Νικόλας Αντωνίου γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1988. Είναι απόφοιτος του 3ου Εικαστικού Εργαστηρίου του Τμήματος Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας (2012), με καθηγητές τους Χάρη Κοντοσφύρη και Μανώλη Πολυμέρη, ενώ έχει συμμετάσχει στο International Artist Residency Program στο Budapest Art Factory στη Βουδαπέστη. Από το 2010 μέχρι σήμερα, ο Νικόλας Αντωνίου έχει πραγματοποιήσει 7 ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Κυριότερες από αυτές ήταν το 2010 στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αιανής στην Κοζάνη με τίτλο «Χρόνος – Μνήμη – Λήθη», ενώ την επόμενη χρονιά συμμετείχε στην «Έκτη Μπιενάλε Φοιτητών των Καλών Τεχνών» που πραγματοποιήθηκε στον εκθεσιακό χώρο του Αττικού Μετρό στο Σύνταγμα, η έκθεση “Romania – Greece – Cyprus Contemporary Art Exhibition” στη Ρουμανία, η “Budapest Art Factory, Project Space” στη Βουδαπέστη και η έκθεση “Έυμορφος Άνθρωπος – Shapely Persons” στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Φλώρινας. Ζει και εργάζεται μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Ουγγαρίας.
Η Χριστίνα Τζάνη γεννήθηκε στην Αθήνα. Από το 2010 μέχρι το 2015 σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας στη Φλώρινα, με καθηγητές τον Χάρη Κοντοσφύρη και τον Θωμά Ζωγράφο. Έχει συμμετάσχει σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό με σημαντικότερες, την ατομική έκθεση ‘Forgotten Whispers’ στην KH5 Gallery στη Ζυρίχη (2016), την ατομική έκθεση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας με τίτλο ‘Εξωδεκτική Ευαισθησία’ (2016), ‘Τender Wounds’ στη Gallery X στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας(2016) καθώς και στις ομαδικές ‘13 Hours’ στη Last Rite Gallery στη Νέα Υόρκη, στη Biennial Castra στη γκαλερί Lokarjeva στη Σλοβενία, όπως και στο Fid Prize 7, Esä’s Grande Gallerie, στη Γαλλία και στην έβδομη Μπιενάλε των φοιτητών των Καλών Τεχνών της Ελλάδας στο Ίδρυμα Θεοχαράκη. Πρόσφατα βραβεύτηκε από τους οργανισμούς Osten και WAVA με το βραβείο ‘Young Balkan Artist 2017’. Ζει και εργάζεται στην Ελλάδα.